Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκορποχώρι < σκορπώ + -ο- + χωριό + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκορποχώρι ουδέτερο- σύνολο που μέχρι πρότινος τα μέλη του ήταν ενωμένα και τώρα έχουν διασκορπιστεί
- Η αλήθεια είναι ότι έχουμε γίνει λίγο τώρα τελευταία....Άλλος Ανατολή, άλλος Βορρά, άλλοι κρατάνε Θερμοπύλες...
- Σκεπτόμενος αυτά, το πιο κάτω τραγούδι μου κόλλησε για προφανείς λόγους...
- Και φυσικά η Live εμφάνιση τους στο Wacken, λίγο πριν "σκορπίσουμε"
Καλή επιστροφή λοιπόν....